ἀποκολπόομαι
English (LSJ)
Pass., form a bay, Arist.Mu.393a26.
Spanish (DGE)
formar un golfo del Océano Atlántico ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arist.Mu.393a26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκολπόομαι: παθ., σχηματίζω κόλπον, ἐπὶ θάτερα δὲ οὐχ ὁμοίως ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκολπόομαι: образовывать залив (ὁ Ὠκεανὸς ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arst.).