ἀποκτάμεν

English (LSJ)

ἀπο-κτάμεναι, ἀπο-κτάμενος, v. ἀποκτείνω.

German (Pape)

[Seite 309] u. -κτάμεναι, s. αποκτείνω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἀποκτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκτάμεν: -κτάμεναι, ἀποκτάμενος, ἴδε ἐν λέξ. ἀποκτείνω.

English (Autenrieth)

see ἀποκτείνω.