ἀποκωλυτέον

English (LSJ)

one must forbid, Sor.2.42.

Spanish (DGE)

hay que impedir τὴν παράληψιν Sor.121.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκωλυτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποκωλύω, δεῖ ἀποκωλύειν, Σωρανὸς περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 240Β.