ἀπολέσθαι

Greek Monotonic

ἀπολέσθαι:I. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀπόλλυμι. II. ἀπολέσκετο, Επικ. αντί ἀπώλετο, γʹ ενικ. οριστ.