ἀπολεπτυσμός
English (LSJ)
ὁ, attenuation, Antyll. ap. Orib.6.10.17.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ atenuación op. ἐρεθισμός Antyll. en Orib.6.10.17.
German (Pape)
[Seite 311] ὁ, das Verdünnen, Flüssigmachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολεπτυσμός: -οῦ, ὁ, τὸ ἀπολεπτύνειν ἢ απολεπτύνεσθαι, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 99.