ἀπολυτέον

English (LSJ)

one must acquit, τινά τινος Gorg.Hel.6; one must disengage, ὀστέον Heliod. ap. Orib.46.12.2.

Spanish (DGE)

1 hay que absolver τὴν Ἑλένην τῆς δυσκλείας Gorg.B 11.6.
2 hay que separar τὸ ὀστέον Heliod. en Orib.46.12.2.
3 medic., abs. hay que resolver una enfermedad, Archig. en Gal.13.236.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυτέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ ἀπολύσῃ, ν’ ἀπαλλάξῃ, ν’ ἀθῳώσῃ, τὴν Ἑλένην τῆς δυσκλείας ἀπολυτέον, Γοργ. Λεοντίνου Ἑλέν. Ἐγκ. 94, 13.