ἀπονευρόω
German (Pape)
[Seite 316] in ein Knochenband, eine Sehne verwandeln?
Spanish (DGE)
1 enervar, debilitar Κύριος, ... ἀπονευρῶν τοὺς λελυπηκότας Cyr.Al.M.71.453B, τὸ μυσαρὸν τῶν δαιμόνων ἀπονευρῶσαι στῖφος Cyr.Al.M.76.928D
•en v. pas. ἀπονενευρωμένοι διὰ Χριστοῦ Cyr.Al.M.71.772A, cf. M.68.300A, ἀπονευρούμενος· τὰ νεῦρα κοπτόμενος Hsch.
2 anat., en v. med.-pas. convertirse, terminar en nervios de arterias y músculos, Praxag.Cous 11, Gal.2.252, 5.206.