ἀπονουθετέω

German (Pape)

[Seite 317] abrathen, warnen, Pol. 15, 6.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονουθετέω: отговаривать, предупреждать (ὑπὸ τῆς τύχης ἀπονουθετούμενοι Polyb.).