ἀποπατῶ

Mantoulidis Etymological

(=ἀπομακρύνομαι ἀπό τό δρόμο γιά φυσική ἀνάγκη). Ἀπό τό ἀπό + πατῶ.
Παράγωγα: ἀποπάτημα, ἀποπάτησις, ἀποπατητέον, ἀπόπατος.