ἀποπτίσσω

English (LSJ)

strip the husk off, Dieuch. ap. Orib. 4.6.4 (Pass.).

Spanish (DGE)

pelar, mondar en v. pas. de la avena, Dieuch.14.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπτίσσω: ἀφαιρῶ τὸ κέλυφος, ἀπογυμνῶ τοῦ κελύφους, Ὀρειβάσ. 1. 283, Daremb., ἐν τῷ παθ.

Greek Monolingual

ἀποπτίσσω (Α) πτίσσω
αφαιρώ το περίβλημα.