ἀποπόρευσις

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, Sp., = ἀποπορεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπόρευσις: -εως, ἡ, ἀναχώρησις, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
viaje de vuelta, vuelta Euagr.Schol.HE 4.35.