ἀπορρίψιμος
English (LSJ)
ἀπορρίψιμον, that should be thrown away, Artem.5.85.
Spanish (DGE)
-ον que puede desecharse de cosas, Artem.5.85.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπορρίψιμος, -ον)
αυτός που μπορεί ή πρέπει να απορριφθεί.
German (Pape)
verwerflich, untauglich, Artemidor. 5.85.