ἀποσπερμαίνω
English (LSJ)
aor. -ηνα, shed semen, εἴς τι Apollod.3.14.6, Palaeph.51.
Spanish (DGE)
1 eyacular ὁ δὲ ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶς de Hefesto, Apollod.3.14.6, λαβόντες οἱ θεοὶ τὴν ... βοὸς βύρσαν ἀπεσπέρμηναν εἰς αὐτήν Palaeph.51
•c. gen. ἀποσπερμαίνειν τῶν τῆς Ἑκάτης ἀγαλμάτων Tz.Comm.Ar.3.803.2.
2 engendrar ὅτ' ἀπεσπέρμαινεν Ἐπίκουρον Dion.Alex. en Eus.PE 14.26.
German (Pape)
[Seite 326] den männlichen Samen ergießen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπερμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἐκχέω τὸ σπέρμα μου, ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶς Ἀπολλοδ. 3. 14, 6. 2) μεταφ., παράγω, γεννῶ, Εὐσέβ. Εὐαγγ. Παρ.