ἀποστηματικός

English (LSJ)

ἀποστηματική, ἀποστηματικόν,
A due to an abscess, Heliod. ap. Orib.44.23.74.
II at a distance, οὐδὲν ἀ. παρεμφαίνουσα Chrysipp.Stoic.2.245.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sin solución de continuidad οὐδὲν ἀποστηματικὸν παρεμφαίνουσα Chrysipp.Stoic.2.245.
2 medic. debido a un absceso ἐν δακτύλοις ἀποστηματικὰ συρίγγια γίνεται Heliod. en Orib.44.20.74.

German (Pape)

[Seite 327] absondernd; zu einem Absceß gehörig, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστημᾰτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς ἀπόστημα, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 56 Mai.