ἀποστολιμαῖος

English (LSJ)

α, ον,
A sent off, missive, φίλημα Ach.Tat.2.9.
II connected with dismissal, φράσις Eust.790.44.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 que se envía φίλημα Ach.Tat.2.9.2.
2 de despedida φράσις Eust.790.44.

German (Pape)

[Seite 327] abgesandt, Achill. Tat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστολιμαῖος: -α, -ον, ὁ ἀποσταλείς, ὁ εἰς ἀποστολὴν ἀνήκων, Ἀχ. Τάτ. 2. 9, ἔνθα ἴδε Ἰακώψιον.