ἀποστράγγισμα
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστράγγισμα: -ατος, τό, παρ’ ἰατρ. τὸ στράγγισμα, ἢ τὸ ἐκ τῆς στραγγίσεως προελθόν, ἐξαχθέν, Συνέσ. σ. 302.
ἀποστράγγισμα: -ατος, τό, παρ’ ἰατρ. τὸ στράγγισμα, ἢ τὸ ἐκ τῆς στραγγίσεως προελθόν, ἐξαχθέν, Συνέσ. σ. 302.