ἀποταμιεύομαι

English (LSJ)

lock up, keep, Ael.VH1.12, cf. PSI4.428.28 (iii B.C.).

Spanish (DGE)

guardar, reservar τοὺς πυροὺς καὶ τὰ λοιπὰ σπερμάτων Ael.VH 1.12, οἴνου βανώτιον PSI 428.28 (III a.C.), τὸν σῖτον Phys.A 46.3, μοῖραν ... τὴν προὔχουσαν Cyr.Al.M.68.845C, τὰ ... λυμαινόμενα ἑαυτοῖς ἀποταμιεύονται Procop.Gaz.M.87.1229B, cf. Hsch.
c. gen. λατόμῳ ζύτου οὗ ἀποτεταμίευται PCair.Zen.176.47 (III a.C.), cf. 539.2 (III a.C.)
en perf. act. τὸν νοῦν τοῦ βιβλίου ἀποτεταμίευκα An.Ox.3.195.11.

German (Pape)

[Seite 329] für sich aufbewahren, Sp.