ἀποτειχιστέον

English (LSJ)

one must wall off: metaph., διαβολήν Them.Or.22.278a.

Spanish (DGE)

hay que separar por un muro fig. αὐτήν (διαβολήν) Them.Or.22.278a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτειχιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις διὰ τειχῶν νὰ ἀποκλείσῃ, ἀποχωρίσῃ, νὰ ἐμποδίσῃ, μεταφ., διαβολὴν Θεμίστ. 278Α.