ἀποτερματισμός

English (LSJ)

ὁ, limitation, τῆς ὁράσεως Gem. 16.5.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ límite τῆς ὁράσεως en el horizonte, Gem.5.56.

German (Pape)

[Seite 330] ὁ, Abgränzung, Procl.