ἀποτορεύω

English (LSJ)

dub.l. for ἀποτορνεύω, Ph. 1.505 (Pass.), Jul. Or. 3.112a.

Spanish (DGE)

tallar, cincelar τὰς κέγχρους como absurdo, Iul.Or.2.111d, cf. Ph.1.505 (cód.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτορεύω: ποιῶ τι γλαφυρόν, κομψὸν ὡς διὰ σμίλης, οὐκ ἀποτορεύοντες λέξεις οὐδὲ σμιλεύοντες ἐννοίας Εὐστ. Πονήματ. 106. 28.