ἀποτροπάομαι

English (LSJ)

poet. for ἀποτρέπω, Ps.-Phoc.133 codd., Numen. ap. Ath.7.304f.

Spanish (DGE)

alejar, conjurar ἰοβόλον σκολόπενδραν Numen.Her.SHell.583, κακοεργόν Ps.Phoc.133.

German (Pape)

[Seite 332] sich abwenden, Phocyl. 125.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτροπάομαι: ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ ἀποτρέπομαι, χρὴ κακοεργὸν ἀποτροπάασθαι, ἀποτρέπεσθαι, ἀποφεύγειν, Φωκυλ. 125.