ἀποτρόπιμος

English (LSJ)

ἀποτρόπιμον, = ἀποτρόπαιος (averting evil, that ought to be averted, ill-omened), Hsch. s.v. ὀξυθυμία.

Spanish (DGE)

-ον de conjuro ξύλα Hsch.s.u. ὀξυθύμια.