ἀποτυκίζω

German (Pape)

[Seite 333] Hesych., = ἀποτυχίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτυκίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ τυκίζω, Α. Β. 438, καὶ (ἐκ τοῦ λεξ. τοῦ Παυσ.) Εὐστ. 967. 21.