ἀποτυφλώττω

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτυφλώττω: ἀποτυφλόω, Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1.151.

Spanish (DGE)

cegar, obstruir τοὺς πόρους Alex.Aphr.Pr.1.151.