ἀποφέρβομαι
English (LSJ)
Spanish (DGE)
dud. nutrirse de σοφίαν E.Med.826 (var.).
German (Pape)
[Seite 334] abweiden; übertr., Eur. ἱερᾶς χώρας σοφίαν, genießen, Med. 827.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
se repaître de, acc..
Étymologie: ἀπό, φέρβομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφέρβομαι: досл. питаться, перен. впитывать, вкушать (σοφίαν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφέρβομαι: ἀποθ. τρέφομαι ἀπό τινος, καρποῦμαι, ἱερᾶς χώρας ἀπορθήτου τ’ ἀποφερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν Εὐρ. Μήδ. 826.
Greek Monotonic
ἀποφέρβομαι: αποθ., τρέφομαι από κάτι, καρπώνομαι κάτι, τι, σε Ευρ.
Middle Liddell
Mid. to feed on, τι Eur.