ἀποφαιδρύνω
English (LSJ)
cleanse off, Q.S.5.616, 8.487:—Med., bathe, λουτροῖς AP9.419 (Crin.).
Spanish (DGE)
limpiar, αἷμα Q.S.5.616, Poll.4.31, κόνιν καὶ ἱδρῶτα Q.S.8.487
•en v. med. bañarse, AP 9.419 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 333] aufklären, abwischen, αἷμα Qu. Sm. 5, 616; κόνιν καὶ ἱδρῶτα 8, 487. – Med., lichten, den Wald, Crinag. 21 (IX, 419).
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφαιδρύνω: ἀποκαθαίρω, Κόϊντ. Σμ. 5. 616: -Μέσ., Ἀνθ. Π. 9. 419.
Greek Monotonic
ἀποφαιδρύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, αποκαθαίρω, καθαρίζω ενδελεχώς — Μέσ., σε Ανθ.
Middle Liddell
to cleanse off: Mid., Anth.