ἀποχρίω

English (LSJ)

relevio, relino, Glossaria.

Spanish (DGE)

1 limpiar, raspar, Gloss.2.242
tb. en v. med. fig. ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀνάγνωσις ... τὸ ... διακαὲς τῆς ὀδύνης ἀποχριομένη Chrys.M.49.299.
2 quitar el sello ἀποχρίσαντες ... τὴν θύραν Pall.H.Laus.5.1.

German (Pape)

[Seite 336] abstreifen, abschaben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχρίω: [ῑ]: μέλλ. -ίσω, ἀποξέω, ἀφαιρῶ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.