ἀπροστίμητος
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A without penalty, Ἀρχ.Δελτ. 2.269 (Coronea, i B. C.).
II ἀπροστίματον· ἀπροσδόκητον, ἀπρόσβατον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene castigo, Ἀρχ.Δελτ. 2.269 (Coronea I a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροστίμητος: [ῑ], -ον, περὶ οὗ δὲν ὁρίζεται πρόστιμον ἢ ποινή, Βυζ.· ἀτιμώρητος, Ψελλ. π. Ὀνομ. Δικ. σ.101, 6.