ἀπφίδιον

English (LSJ)

[φῑ], τό, Sch.Luc.Cat.12, and ἀπφίον, τό, Eust.565.23, Dim. of ἀπφά; also ἀπφία Poll.3.74, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 341] τό, = ἀπφίον, τό, dasselbe.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπφίδιον: [φῑ], τό, Σχολ. Λουκ., καὶ ἀπφίον ἢ ἄπφιον, τό, Εὐστάθ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὑποκορ. τοῦ ἀπφά, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 74.