ἀπόκαυμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A firebrand, Sm.Ps.101 (102).4.
2 blister caused by a burn, Hierocl. Facet.135, Eust.1123.24; chilblain, Id.ad D.P.916, Sch.Nic.Th.677.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I tizón Sm.Ps.101.4.
II 1quemadura Hierocl.Facet.135.
2 sabañón Eust.in D.P.916, Sch.Nic.Th.676.

German (Pape)

[Seite 306] τό, das Verbrannte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκαυμα: τό, μέρος κεκαυμένον, «παρὰ τῷ Κωμικῷ φῷδες τὰ ἀποκαύματα» Εὐστ. Ἰλ. σ. 1123.

Greek Monolingual

το
βλ. απόκαμα.