ἀπόκλασμα
English (LSJ)
ἀποκλάσματος, τό,
A fracture near a joint, Hp.Off.23.
2 morsel of bread, Alex.Trall.7.9.
Spanish (DGE)
ἀποκλάσματος, τό
1 fractura Hp.Off.23.
2 pedazo de pan, Alex.Trall.2.319.21.
German (Pape)
[Seite 307] τό, das Abgebrochene, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλασμα: τό, κάταγμα συμβαῖνον εἰς τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748.