ἀπόλυγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, ἀπογύμνωσις (Cyprian), Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό chipr. acción de desnudar(se) Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλυγμα: τό· «ἀπογύμνωσις· Κύπριοι» Ἡσύχ.