v. ἀπόπολις.
[Seite 320] = ἀπόπολις, Soph. O. R. 1000 O. C. 208.
(ὁ, ἡ)c. ἀπόπολις.
ἀπόπτολις: adj. Soph. = ἀπόπολις.
ἀπόπτολις: ὁ, ἡ, γεν. -ιδος, ποιητ. ἀντὶ ἀπόπολις, ὃ ἴδε.
ἀπόπτολις: ποιητ. αντί ἀπόπολις.