ἀπότριψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, mashing, PSI4.332.24 (iii B.C.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 majado o picado, picadillo σκόρδων PSI 332.24 (II a.C.).
2 eliminación, evacuación κατὰ τὰς ἀποτρίψεις τὰ οὖρα καὶ τὰ σκύβαλα πλεονάζει Clem.Al.Paed.3.11.39
fig. eliminación, acción de borrar c. gen. ἁμαρτίας Cyr.Al.M.68.1009C, cf. AB 438.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότριψις: ἡ, τὸ ἀποτρίβειν, ἐπὶ ἐκκρίσεων ἢ περιττωμάτων, Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. σ. 292. 16.