ἀπόψημα

English (LSJ)

-ατος, τό, wipings, refuse, Dsc.5.75, Hsch. s.v. μαριλοκαυτῶν.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
raspaduras, desechos τὰ καταλιμπ[ανόμενα] ἀ. PCair.Zen.9c (III a.C.), cf. Dsc.5.75, Hsch.s.u. μαριλοκαυτῶν.

German (Pape)

[Seite 337] τό, das Abgewischte, Schmutz.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόψημα: τό, ἀποκάθαρμα ἀνθράκων, Ἡσύχ. ἐν λ. μαριλοκαυτῶν.