ἀράμενος

French (Bailly abrégé)

part. ao. Moy. de αἴρω.

Greek Monotonic

ἀράμενος: μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του αἴρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀράμενος: part. aor. med. к αἴρω.