ἀργυροκέντητος

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροκέντητος: -ον, κεντητὸς δι’ ἀργυρῶν συρμάτων, χλανίδια ἀργυροκέντητα Κωνστ. Καισ. σ. 370.