ἀργυρόκυκλος

English (LSJ)

ἀργυρόκυκλον, silver-wheeled, Nonn. D. 18.10.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόκυκλος) -ον
de ruedas de plata, ἀπήνη Nonn.D.7.245, 18.10
ref. a un escudo de reborde de plata Nonn.D.37.480.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόκυκλος: -ον, ἀργυρότροχος, Νόνν. Δόνν. Δ. 18. 10.

Greek Monolingual

ἀργυρόκυκλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ασημένιους τροχούς.