ἀρθρικός

English (LSJ)

ἀρθρική, ἀρθρικόν, (ἄρθρον I)
A of or for the joints, Gal.19.85.
II (ἄρθρον II) of, belonging to the article, in Gramm., A.D.Synt.6.5,al. Adv. ἀρθρικῶς ib.33.6.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1medic. relativo a las articulaciones Gal.19.85.
2 gram. relativo al artículo γραφή A.D.Synt.6.5.
II adv. -ῶς como artículo ἀ. νοεῖσθαι A.D.Synt.33.6.

German (Pape)

[Seite 350] die Glieder betreffend, Hipp.

Russian (Dvoretsky)

ἀρθρικός: грам. членный, употребляющийся с грамматическим членом.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθρικός: -ή, -όν, (ἄρθρον Ι.) ὁ ἀφορῶν τὰ ἄρθρα, ἴδε Γαλην. Λεξ. 442, πιθ. σφάλμα ἀντὶ ἀρθριτικός. ΙΙ. (ἄρθρον ΙΙ.) ἀνήκων εἰς τὸ ἄρθρον, ὅρος γραμμ., Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. σ. 6. κτλ.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρθρικός, -ή, -όν) άρθρον
αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.
(II)
ἀρθρικός, -ή, -όν (Α)
γραμμ. αυτός που ανήκει στο άρθρο.