ἀρκυοστασία

English (LSJ)

line of nets; v. ἀρκυστασία.

Spanish (DGE)

ἀρκυστασία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀρκυοστασία Artem.2.11, 3.59
trampa de redes para cazar καθαρὰς ποιούμενος τὰς ἀρκυστασίας X.Cyn.6.6, ἀ. καὶ ... νεφέλαι ... πρὸς θήραν Artem.2.11, cf. 3.59, τῶν δικτύων τὴν στάσιν ἢ καλεῖται ἀ. Poll.5.32.

German (Pape)

[Seite 354] ἡ, das Aufstellen des Netzes, Poll. 5, 52, besser ἀρκυστ.