ἀρκυστάσιον
Greek Monolingual
ἀρκυστάσιον, το (Α)
το μέρος στο οποίο στήνουν τα κυνηγετικά δίχτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -στασιον < ίστημι].
German (Pape)
[Seite 354] τό, Aufstellen des Netzes, Stellnetz, Xen. Cyn. 6, 6.
Spanish (DGE)
-ου, τό
red de caza ἐὰν ᾖ πλησίον τὸ ἀ. τῶν ζητησίμων si queda cerca la red del terreno de búsqueda X.Cyn.6.6.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκυστάσιον: τό Xen. = ἀρκυστασία, расставленные сети.