ἀροτέον

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀρόσῃ, ὀργώσῃ, Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τ. 3. σ. 226, 2.