ἀροτρίαμα
English (LSJ)
-ατος, τό, ploughed land, Sch.Ar.Pax1158.
Spanish (DGE)
-ματος, τό tierra arada Sch.Ar.Pax 1158.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτρίᾱμα: -ατος, τό, ἄρωμα, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μέρος ὠργωμένον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1158.