ἀρραδιούργητος

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀρᾳ- Sud.s.u. ἀκαπήλευτον
1 que no actúa irreflexivamente, consciente, responsable quizá como adj. en PMasp.120re.6 (VI d.C.) en BL 3.34 (pero cf. 2), Sud.l.c.
2 adv. ἀρραδιουργήτως = con reflexión ἀ. ταύτην (σύνκρισιν) ποιεῖσθαι Ath.Scholast.Coll.7.3
responsablemente (δύο θεραπαινίδας) ἀδράστως ὑπουργούσας καὶ ἀρραδιουργήτως PMasp.l.c. (ed.).