ἀρρενοβασία

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοβασία: ἡ, ἡ μετὰ ἄρρενος συνουσία, Θεόφ. πρὸς Αὐτόλ. σ. 120.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sodomía οἱ Στωϊκοὶ δογματίζουσιν ἀδελφοκοιτίας καὶ ἀρρενοβασίας ἐπιτελεῖσθαι Thphl.Ant.Autol.3.6.