ἀρριγής

English (LSJ)

ἀρριγές, = ἀρρίγητος (not shivering, daring). Adv. ἀρριγέως Hp. Acut. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρῑγής: -ές, = τῷ ἐπ.· ἐπίρρ. -γέως, Ἱππ. Διαίτ. Ὀξ. 388.

Greek Monolingual

ἀρριγής, -ές (Α) ρίγος
ο αρρίγητος.