ἀρσενίκιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἀρσενικόν, Eust. 913.59.

Spanish (DGE)

-ου, τό dim. de ἀρσενικόν, v. ἀρσενικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀρσενίκιον: τό Arst. = ἀρσενικόν.