ἀρτιγραφής
English (LSJ)
ἀρτιγραφές, just written, Luc.Lex.1.
Spanish (DGE)
-ές
subst. τὸ ἀρτιγραφές la última novedad en libros Luc.Lex.1.
German (Pape)
[Seite 362] ές, eben geschrieben, Luc. Lexiph. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιγρᾰφής: только что написанный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιγρᾰφής: -ές, ὁ ἄρτι γραφθείς, Λουκ. Λεξιφ. 1.
Greek Monolingual
ἀρτιγραφής, -ές (Α)
αυτός που μόλις γράφτηκε.