ἀρχίτοκος

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχίτοκος: ὁ, τόκος προστεθεὶς εἰς το κεφάλαιον, ἐπιτόκιον, Ἐπιγρ. Βοιωτ. Ρωμ. Χρον. Μ. V. 127.

Spanish (DGE)

-ον rentable de dinero, l.d. en IG 7.1738.6 (Tespias).