ἀρχαιοειδής

English (LSJ)

ἀρχαιοειδές, old-fashioned, archaic, Demetr.Eloc.245.

German (Pape)

[Seite 364] ές, alterthümlich aussehend, Demetr. Phal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοειδής: -ές, ὁ τὸ εἶδος ἀρχαῖος, ἀρχαϊκός, φεύγειν δεῖ τὸ ἀρχαιοειδὲς καὶ τοῦ ἤθους καὶ τοῦ ῥυθμοῦ Δημ. Φαλ. 245.

Greek Monolingual

ἀρχαιοειδής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν αρχαίος ή σαν παλαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -ειδής < είδος].